- θρασυλόγος
- θρασυ-λόγος, ον,A bold of speech, EM 133.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρασυλόγος — θρασυλόγος, ον (Α) αυτός που μιλά με θάρρος, με τόλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + λογος (< λόγος), πρβλ. ηθο λόγος, κακη λόγος] … Dictionary of Greek
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek
θρασυλογώ — θρασυλογῶ, έω (Α) [θρασυλόγος] μιλώ με θράσος … Dictionary of Greek